γαλλικό οξύ

γαλλικό οξύ
Αρωματικό οξύ με εμπειρικό μοριακό τύπο C7H6O5. Είναι τριϋδροξυλιωμένο παράγωγο του βενζοϊκού οξέος –περιέχει τα υδροξύλια στις θέσεις 3, 4, 5: (ΗΟ)3C6H2 COOH (3, 4, 5 – τριϋδροξυβενζοϊκό οξύ)– και ανακαλύφθηκε από τον Σουηδό χημικό Καρλ Βίλεμ Σέελε (1742-1786). Σχηματίζει ένυδρο κρύσταλλο με ένα μόριο νερού (C7H6Ο5–H2Ο) και με θέρμανση στους 100-120°C χάνει το κρυσταλλικό νερό. Το άνυδρο οξύ τήκεται στους 240°C με σύγχρονη αποσύνθεση. Οι κρύσταλλοί του είναι άχρωμοι, μαυρίζουν με την έκθεση στον αέρα και διαλύονται εύκολα στο ζεστό νερό, στην αλκοόλη, στον αιθέρα, στην ακετόνη, αλλά είναι τελείως αδιάλυτοι στο χλωροφόρμιο και στο βενζόλιο. Το γ.ο. υπάρχει ελεύθερο στο τσάι και στα εκχυλίσματα της τανίνης. Βιομηχανικά παρασκευάζεται από τανίνες με υδρόλυση ενζυματική ή με οξέα και παρουσιάζει ισχυρές αναγωγικές ιδιότητες. Με τριχλωριούχο σίδηρο δίνει κυανόμαυρο ίζημα, μια ιδιότητα που χρησίμευε παλαιότερα για την παρασκευή της κυανόμαυρης μελάνης. Το γ.ο. χρησιμοποιείται στη χημική ανάλυση, στη σύνθεση χρωμάτων στη μικροσκοπία, ως αποπολωτής στην ηλεκτροχημική ανάλυση και στη φαρμακευτική (τα βασικά γαλλικά άλατα του βισμούθιου και του αντιμόνιου είναι φάρμακα). Κατά την ξηρά απόσταξη του γ.ο. παραλαμβάνεται πυρογαλλόλη (1, 2, 3 – τριοξυβενζόλιο), πολύ χρήσιμη ενδιάμεση ένωση για τη βιομηχανική παρασκευή φαρμάκων, χρωμάτων, καθώς και στη χαρακτική και στα χημικά εργαστήρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυρογαλλικός — ή, ό, Ν φρ. «πυρογαλλικό οξύ» χημ. άλλη ονομασία τής χημικής ένωσης πυρογαλλόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. pyrogallic < pyro (< πυρ) + gallic (πρβλ. γαλλικό οξύ). Η λ., στον λόγιο τ. πυρογαλλικόν (οξύ) μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Σέελε, Καρλ Βίλχελμ — (Scheele). Σουηδός χημικός (Στράλσουντ 1742 Καίπινγκ 1786). Από φτωχή οικογένεια, σε ηλικία 14 ετών προσελήφθη μαθητευόμενος σ’ ένα φαρμακείο του Γκότενμπουργκ. Μελέτησε τα λίγα βιβλία και το συνταγολόγιο του φαρμακείου, αλλά ασχολήθηκε ιδιαίτερα …   Dictionary of Greek

  • ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… …   Dictionary of Greek

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”